ὀλολυγών: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλολῡγών:''' -όνος, ἡ ([[ὀλολύζω]]), άγνωστο ζώο, που πήρε το όνομά του από τη [[χροιά]] της φωνής του· πιθ., είδος κουκουβάγιας, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ὀλολῡγών:''' -όνος, ἡ ([[ὀλολύζω]]), άγνωστο ζώο, που πήρε το όνομά του από τη [[χροιά]] της φωνής του· πιθ., είδος κουκουβάγιας, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλολῡγών:''' ῶνος ὁ<br /><b class="num">1)</b> кваканье лягушек-самцов Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> неизвестное нам животное, предполож. сыч, по по друг. - древесная лягушка Theocr.
}}
}}