3,274,921
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀλολῡγών:''' -όνος, ἡ ([[ὀλολύζω]]), άγνωστο ζώο, που πήρε το όνομά του από τη [[χροιά]] της φωνής του· πιθ., είδος κουκουβάγιας, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ὀλολῡγών:''' -όνος, ἡ ([[ὀλολύζω]]), άγνωστο ζώο, που πήρε το όνομά του από τη [[χροιά]] της φωνής του· πιθ., είδος κουκουβάγιας, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀλολῡγών:''' ῶνος ὁ<br /><b class="num">1)</b> кваканье лягушек-самцов Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> неизвестное нам животное, предполож. сыч, по по друг. - древесная лягушка Theocr. | |||
}} | }} |