3,277,114
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀνειρόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), [[ειδικός]] στα όνειρα και τις ερμηνείες τους, σε Ευρ. | |lsmtext='''ὀνειρόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), [[ειδικός]] στα όνειρα και τις ερμηνείες τους, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀνειρόφρων:''' 2, gen. ονος знающий толк в сновидениях, умеющий толковать сны Eur. | |||
}} | }} |