Anonymous

ὀνειρόφρων: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀνειρόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), [[ειδικός]] στα όνειρα και τις ερμηνείες τους, σε Ευρ.
|lsmtext='''ὀνειρόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), [[ειδικός]] στα όνειρα και τις ερμηνείες τους, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνειρόφρων:''' 2, gen. ονος знающий толк в сновидениях, умеющий толковать сны Eur.
}}
}}