ὀχετηγός: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀχετηγός:''' -όν ([[ὀχετός]], [[ἄγω]]), αυτός που καθοδηγεί τη ροή του νερού ή διοχετεύει το [[νερό]] μέσω αυλακιού ή τάφρου, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., [[πνεῦμα]] ὀχετηγόν, λέγεται για τον αυλό, σε Ανθ.
|lsmtext='''ὀχετηγός:''' -όν ([[ὀχετός]], [[ἄγω]]), αυτός που καθοδηγεί τη ροή του νερού ή διοχετεύει το [[νερό]] μέσω αυλακιού ή τάφρου, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., [[πνεῦμα]] ὀχετηγόν, λέγεται για τον αυλό, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀχετηγός:''' <b class="num">1)</b> проводящий канал(ы), отводящий воду (ἀπὸ κρήνης Hom.);<br /><b class="num">2)</b> перен. служащий проводником (ἐρώτων, ἀνίης Anth.).
}}
}}