Anonymous

ὀχετηγός: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀχετηγός]] και [[ὀχεταγωγός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που διοχετεύει [[νερό]] με [[αυλάκι]] ή τάφρο<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ὀχετηγός]]<br />[[κατασκευαστής]] αυλάκων ή τάφρων για [[διοχέτευση]] νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀχετός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως. Ο τ. [[ὀχεταγωγός]] <span style="color: red;"><</span> [[ὀχετός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]].
|mltxt=[[ὀχετηγός]] και [[ὀχεταγωγός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που διοχετεύει [[νερό]] με [[αυλάκι]] ή τάφρο<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ὀχετηγός]]<br />[[κατασκευαστής]] αυλάκων ή τάφρων για [[διοχέτευση]] νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀχετός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως. Ο τ. [[ὀχεταγωγός]] <span style="color: red;"><</span> [[ὀχετός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀχετηγός:''' -όν ([[ὀχετός]], [[ἄγω]]), αυτός που καθοδηγεί τη ροή του νερού ή διοχετεύει το [[νερό]] μέσω αυλακιού ή τάφρου, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., [[πνεῦμα]] ὀχετηγόν, λέγεται για τον αυλό, σε Ανθ.
}}
}}