ὄψιμος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄψῐμος:''' -ον ([[ὀψέ]]), ποιητ. αντί [[ὄψιος]], [[αργός]], [[βραδύς]], [[καθυστερημένος]], [[τέρας]] ὄψιμον, προγνωστικό που άργησε να πραγματοποιηθεί, σε Ομήρ. Ιλ.· [[αργά]] στην [[εποχή]] του έτους, σε Ξεν., Κ.Δ.
|lsmtext='''ὄψῐμος:''' -ον ([[ὀψέ]]), ποιητ. αντί [[ὄψιος]], [[αργός]], [[βραδύς]], [[καθυστερημένος]], [[τέρας]] ὄψιμον, προγνωστικό που άργησε να πραγματοποιηθεί, σε Ομήρ. Ιλ.· [[αργά]] στην [[εποχή]] του έτους, σε Ξεν., Κ.Δ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄψῐμος:''' <b class="num">1)</b> отдаленный (во времени), поздно сбывающийся ([[τέρας]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> поздний ([[σπόρος]] Plut.; [[ὑετός]] NT);<br /><b class="num">3)</b> недавний ([[ποιητική]] Plut.).
}}
}}