ὄψιμος
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
English (LSJ)
ὄψιμον, (ὀψέ) poet. for ὄψιος, late, slow, τέρας ὄψιμον for (concerned with) a late time, Il.2.325: in Prose, late in the season, σπόρος X.Oec. 17.4, 5, but f.l. for ὄψιος in Thphr. HP 1.9.7, al.; of crops, LXX Ex.9.32, PSI4.433.2 (iii B. C.), PCair.Zen.299.2 (iii B. C.); ἐν τοῖς ὀ. τῶν ὑδάτων D.S.1.10; ὑετὸς πρώϊμος καὶ ὄψιμος Ep.Jac.5.7: Comp., καιρὸς ὀψιμώτερος PFay.133.9 (iii A. D.); recent, ποιητική Plu.2.674f. Adv. ὀψίμως PTeb. 72.361 (ii B. C.), POxy.474.24 (ii A. D.), Procl. ad Hes.Op.483.
German (Pape)
[Seite 432] poet, = ὄψιος, spät; ὀψιμώτατος σπόρος, dem πρώιμος entggstzt, Xen. Oec. 17, 4; τέρας, ein spät in Erfüllung gehendes Zeichen, Il. 2, 325; auch in sp. Prosa, vgl. Lob. Phryn. 52.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 tardif;
2 récent;
Sp. ὀψιμώτατος;
NT: tardif dans la saison (en avril-mai de notre calendrier).
Étymologie: ὀψέ.
Russian (Dvoretsky)
ὄψῐμος:
1 отдаленный (во времени), поздно сбывающийся (τέρας Hom.);
2 поздний (σπόρος Plut.; ὑετός NT);
3 недавний (ποιητική Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὄψῐμος: -ον, (ὀψὲ) ποιητ. ἀντὶ τοῦ ὄψιος, ἀργός, βραδύς, τέρας ὄψ., σημεῖον οὗ ἡ ἐκπλήρωσις βραδύνει, Ἰλ. Β. 325. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄψιμον, ὀψιτέλεστον· ὀψὲ γεννώμενον, ἢ ὀψὲ ἀρξάμενον καὶ ὀψὲ τελεσθησόμενον». καὶ «ὄψιμος· χρόνιος, βραδύς»· - ὡσαύτως ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, περὶ τοῦ σπόρου, πότερον ὁ πρώιμος κράτιστος ἢ ὁ μέσος ἢ ὁ ὀψιμώτατος Ξενοφρ. Οἰκ. 17, 4 καὶ 5· αἱ ὄ. συκαῖ Θεοφράστ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 7 (διάφ. γραφὴ ὄψιαι), πρβλ. 7. 4, 11., 7. 10, 1· ἐν τοῖς ὀψ. τῶν ὑδάτων Διόδ. 1. 10· ὑετὸς πρώιμος καὶ ὄψ. Ἐπιστ. Ἰακώβ. ε΄, 7· - ἐπὶ τῆς ποιητικῆς, τήν τε ποιητικὴν ἀπεφαίνομεν οὐκ ὄψιμον οὐδὲ νεαρὰν ἐπὶ τοὺς ἱεροὺς ἀγῶνας ἀφιγμένην Πλούτ. 2. 674F. Πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 52.
English (Autenrieth)
late, Il. 2.325†.
English (Strong)
from ὀψέ; later, i.e. vernal (showering): latter.
English (Thayer)
ὄψιμον (ὀψέ), late, latter (Homer, Iliad 2,325; ὀψιμωτατος σπόρος, Xenophon, oec. 17,4 f; ἐν τοῖς ὀψιμοις τῶν ὑδάτων, of the time of subsidence of the waters of the Nile, Diodorus 1,10; (cf. Lob. ad Phryn., p. 51 f)): ὄψιμον ὑετόν, the latter or vernal rain, which falls chiefly in the months of March and April just before the harvest (opposed to the autumnal or πρώϊμος (cf. B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Rain)), L T Tr WH omit ὑετόν, the Sinaiticus manuscript and a few other authorities substitute καρπόν); the Sept. for מַלְקושׁ, Zechariah 10:1.
Greek Monotonic
ὄψῐμος: -ον (ὀψέ), ποιητ. αντί ὄψιος, αργός, βραδύς, καθυστερημένος, τέρας ὄψιμον, προγνωστικό που άργησε να πραγματοποιηθεί, σε Ομήρ. Ιλ.· αργά στην εποχή του έτους, σε Ξεν., Κ.Δ.
Middle Liddell
ὄψῐμος, ον, [ὀψέ] [poetic for ὄψιος
late, slow, τέρας ὄψ. a prognostic late of fulfilment, Il.:— late in the season, Xen., NTest.
Chinese
原文音譯:Ôyimoj 哦普西摩士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:預備 相當於: (מַלְקֹושׁ)
字義溯源:晚春,晚,晚雨;源自(ὀψέ)=日暮);而 (ὀψέ)出自(ὀπίσω / τοὐπισω)=到後面), (ὀπίσω / τοὐπισω)出自(ὄπισθεν)=後頭), (ὄπισθεν)出自(ὀπή)X*=注意), (ὀπή)X出自(ὀπτάνομαι)*=注視)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 晚(1) 雅5:7