παλαιόφρων: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλαιόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), [[παλιός]] στη [[σκέψη]], αυτός που έχει αποκτήσει [[σοφία]] λόγω ηλικίας, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πᾰλαιόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), [[παλιός]] στη [[σκέψη]], αυτός που έχει αποκτήσει [[σοφία]] λόγω ηλικίας, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλαιόφρων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> обладающий древней мудростью ([[Ζεύς]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> умудренный опытом Aesch.
}}
}}