3,276,932
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πᾰλαιόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), [[παλιός]] στη [[σκέψη]], αυτός που έχει αποκτήσει [[σοφία]] λόγω ηλικίας, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πᾰλαιόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), [[παλιός]] στη [[σκέψη]], αυτός που έχει αποκτήσει [[σοφία]] λόγω ηλικίας, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πᾰλαιόφρων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> обладающий древней мудростью ([[Ζεύς]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> умудренный опытом Aesch. | |||
}} | }} |