παραμυθέομαι: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραμῡθέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[ενθαρρύνω]] ή [[προτρέπω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], με δοτ. προσ. και απαρ., <i>τοῖςἄλλοισιν ἔφη παραμυθήσασθαι οἴκαδ' ἀποπλέειν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ. προσ., <i>παραμυθοῦ με</i> (ενν. <i>ποιεῖν</i>) [[ὅτι]] καὶ πείσεις, σε Αισχύλ.· με αιτ. προσ. μόνο, [[ενθαρρύνω]], [[παρακινώ]], [[συμβουλεύω]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[παρηγορώ]], [[συμβουλεύω]], <i>τινα</i>, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> [[καθησυχάζω]], <i>παραμυθεῖτο</i>, προσπάθησε να τους καθησυχάσει, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> καταπραΰνω, [[ελαττώνω]], σε Πλούτ.· [[απαλύνω]], [[μειώνω]], [[αμβλύνω]], σε Στράβ.
|lsmtext='''παραμῡθέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[ενθαρρύνω]] ή [[προτρέπω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], με δοτ. προσ. και απαρ., <i>τοῖςἄλλοισιν ἔφη παραμυθήσασθαι οἴκαδ' ἀποπλέειν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ. προσ., <i>παραμυθοῦ με</i> (ενν. <i>ποιεῖν</i>) [[ὅτι]] καὶ πείσεις, σε Αισχύλ.· με αιτ. προσ. μόνο, [[ενθαρρύνω]], [[παρακινώ]], [[συμβουλεύω]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[παρηγορώ]], [[συμβουλεύω]], <i>τινα</i>, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> [[καθησυχάζω]], <i>παραμυθεῖτο</i>, προσπάθησε να τους καθησυχάσει, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> καταπραΰνω, [[ελαττώνω]], σε Πλούτ.· [[απαλύνω]], [[μειώνω]], [[αμβλύνω]], σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραμῡθέομαι:''' <b class="num">1)</b> уговаривать, убеждать, советовать (π. τινι οἴκαδ᾽ ἀποπλείειν Hom.): π. τινα [[πρόθυμον]] εἶναι πρός τι Plat. убеждать кого-л. отважиться на что-л.;<br /><b class="num">2)</b> ободрять, утешать (τινα λόγοισι Arph.): π. τινά τινος Diod. и τινα ἐπί τινι Luc. утешать кого-л. в чем-л.;<br /><b class="num">3)</b> словами смягчать, успокаивать, унимать (τὸν φθόνον Plut.; τὸ [[πένθος]] Luc.): τὸ τῆς μοναρχίας [[ὄνομα]] παραμυθούμενος Plut. чтобы избежать слова «монархия».
}}
}}