παρέχω: Difference between revisions

3,956 bytes added ,  1 January 2019
3b
(5)
(3b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρέχω:''' μέλ. [[παρέξω]] ή [[παρασχήσω]], παρακ. <i>παρέσχηκα</i>, αόρ. βʹ [[παρέσχον]], Επικ. απαρ. [[παρασχέμεν]], προστ. <i>παράσχες</i>· ποιητ. επίσης <i>παρέσχεθον</i>, απαρ. [[παρασχεθεῖν]].<br /><b class="num">Α.</b> Ενεργ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> έχω [[κάτι]] έτοιμο, [[κρατώ]] σε [[ετοιμότητα]], [[παρέχω]], [[προμηθεύω]], [[τροφοδοτώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· απόλ., πᾶσι [[παρέξω]], θα φροντίσω για όλα, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[δίνω]], [[προξενώ]], [[παρέχω]], [[προσφέρω]], <i>φιλότητα</i>, <i>εὐφροσύνην</i>, σε Όμηρ.· <i>ὄχλον</i>, σε Ηρόδ.· [[χάριν]] εὔνοιαν, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[προτείνω]] ή [[προσφέρω]] για κάποιο λόγο, με απαρ., (<i>ὀΐες</i>) παρέχουσι [[γάλα]] [[θῆσθαι]], σε Ομήρ. Οδ.· [[παρέχω]] τὸ [[σῶμα]] τύπτειν, σε Αριστοφ.· [[παρέχω]] ἑαυτόν τινι ἐρωτᾶν, σε Πλάτ.· απ' όπου απόλ., υποτάσσομαι, παραδίδομαι σε κάποιον, <i>ἰατροῖς παρέχουσι ἀποτέμνειν</i>, σε Ξεν.· πάρεχε [[ἐκποδών]], πήγαινε από δω! ([[φύγε]]!), σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αυτοπαθ. αντων. και κατηγορ., [[προβάλλω]] ή [[παρουσιάζω]] τον εαυτό μου ως..., [[παρέχω]] ἑαυτὸν σοφιστήν, σε Πλάτ.· <i>εὐπειθῆ</i>, σε Ξεν.· [[παρέχω]] γῆν [[ἄσυλον]], [[προσφέρω]] τη [[χώρα]] ως [[άσυλο]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[επιτρέπω]], [[δίνω]], <i>σιγὴν παρασχών</i>, σε Σοφ.· με απαρ., [[επιτρέπω]] σε κάποιον να κάνει [[κάτι]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ. (όπου μπορεί να προστεθεί η [[λέξη]] ὁ [[καιρός]]), <i>παρέχει τινί</i>, με απαρ., επιτρέπεται, είναι εύκολο, είναι στη [[δύναμη]] κάποιου να κάνει [[κάτι]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως, ουδ. ως μτχ. απόλ., <i>παρέχον</i>, είναι στη [[δύναμη]] κάποιου, εφόσον [[κάποιος]] μπορεί, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b> σε Αττ., [[παρουσιάζω]] ένα [[πρόσωπο]] [[κατόπιν]] διαταγής ή πρόσκλησης, σε Ξεν. κ.λπ. <b>Β.</b> Μέσ., <i>παρέχομαι</i>, μέλ. <i>-έξομαι</i> και [[σχήσομαι]], Παθ. (με Μέσ. [[σημασία]]) παρακ. <i>-έσχημαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παρέχω]] από τον εαυτό μου, [[δίνω]] [[κάτι]] από τα δικά μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρέχω]], [[προμηθεύω]], [[παράγω]], <i>κροκοδείλους</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[εμφανίζω]], [[παρουσιάζω]] από τη [[μεριά]] μου, <i>προθυμίαν</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> στο Αττ. [[δίκαιο]], <i>παρέχεσθαί τινα μάρτυρα</i>, [[παρουσιάζω]] ένα μάρτυρα υπεράσπισης, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[παρουσιάζω]] ως δικό μου, <i>ἄρχοντα παρέχεσθαί τινα</i>, [[αναγνωρίζω]] κάποιον ως άρχοντα ή στρατηγό, σε Ηρόδ.· [[παρέχω]] πόλιν, λέγεται για πρεσβευτή, [[εκπροσωπώ]] την πόλη, σε Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b>[[προσφέρω]], [[υπόσχομαι]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">V.</b> [[καθιστώ]] κάποιον έτσι ή [[αλλιώς]] απέναντί μου, <i>παρασχέσθαι θεὸνεὐμενῆ</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">VI.</b> στην Αριθμητική, συνυπολογίζομαι, [[υπολογίζομαι]], συναριθμούμαι, <i>παρέρχονται ἡμέρας διηκοσίας</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''παρέχω:''' μέλ. [[παρέξω]] ή [[παρασχήσω]], παρακ. <i>παρέσχηκα</i>, αόρ. βʹ [[παρέσχον]], Επικ. απαρ. [[παρασχέμεν]], προστ. <i>παράσχες</i>· ποιητ. επίσης <i>παρέσχεθον</i>, απαρ. [[παρασχεθεῖν]].<br /><b class="num">Α.</b> Ενεργ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> έχω [[κάτι]] έτοιμο, [[κρατώ]] σε [[ετοιμότητα]], [[παρέχω]], [[προμηθεύω]], [[τροφοδοτώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· απόλ., πᾶσι [[παρέξω]], θα φροντίσω για όλα, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[δίνω]], [[προξενώ]], [[παρέχω]], [[προσφέρω]], <i>φιλότητα</i>, <i>εὐφροσύνην</i>, σε Όμηρ.· <i>ὄχλον</i>, σε Ηρόδ.· [[χάριν]] εὔνοιαν, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[προτείνω]] ή [[προσφέρω]] για κάποιο λόγο, με απαρ., (<i>ὀΐες</i>) παρέχουσι [[γάλα]] [[θῆσθαι]], σε Ομήρ. Οδ.· [[παρέχω]] τὸ [[σῶμα]] τύπτειν, σε Αριστοφ.· [[παρέχω]] ἑαυτόν τινι ἐρωτᾶν, σε Πλάτ.· απ' όπου απόλ., υποτάσσομαι, παραδίδομαι σε κάποιον, <i>ἰατροῖς παρέχουσι ἀποτέμνειν</i>, σε Ξεν.· πάρεχε [[ἐκποδών]], πήγαινε από δω! ([[φύγε]]!), σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αυτοπαθ. αντων. και κατηγορ., [[προβάλλω]] ή [[παρουσιάζω]] τον εαυτό μου ως..., [[παρέχω]] ἑαυτὸν σοφιστήν, σε Πλάτ.· <i>εὐπειθῆ</i>, σε Ξεν.· [[παρέχω]] γῆν [[ἄσυλον]], [[προσφέρω]] τη [[χώρα]] ως [[άσυλο]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[επιτρέπω]], [[δίνω]], <i>σιγὴν παρασχών</i>, σε Σοφ.· με απαρ., [[επιτρέπω]] σε κάποιον να κάνει [[κάτι]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ. (όπου μπορεί να προστεθεί η [[λέξη]] ὁ [[καιρός]]), <i>παρέχει τινί</i>, με απαρ., επιτρέπεται, είναι εύκολο, είναι στη [[δύναμη]] κάποιου να κάνει [[κάτι]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως, ουδ. ως μτχ. απόλ., <i>παρέχον</i>, είναι στη [[δύναμη]] κάποιου, εφόσον [[κάποιος]] μπορεί, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b> σε Αττ., [[παρουσιάζω]] ένα [[πρόσωπο]] [[κατόπιν]] διαταγής ή πρόσκλησης, σε Ξεν. κ.λπ. <b>Β.</b> Μέσ., <i>παρέχομαι</i>, μέλ. <i>-έξομαι</i> και [[σχήσομαι]], Παθ. (με Μέσ. [[σημασία]]) παρακ. <i>-έσχημαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παρέχω]] από τον εαυτό μου, [[δίνω]] [[κάτι]] από τα δικά μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρέχω]], [[προμηθεύω]], [[παράγω]], <i>κροκοδείλους</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[εμφανίζω]], [[παρουσιάζω]] από τη [[μεριά]] μου, <i>προθυμίαν</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> στο Αττ. [[δίκαιο]], <i>παρέχεσθαί τινα μάρτυρα</i>, [[παρουσιάζω]] ένα μάρτυρα υπεράσπισης, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[παρουσιάζω]] ως δικό μου, <i>ἄρχοντα παρέχεσθαί τινα</i>, [[αναγνωρίζω]] κάποιον ως άρχοντα ή στρατηγό, σε Ηρόδ.· [[παρέχω]] πόλιν, λέγεται για πρεσβευτή, [[εκπροσωπώ]] την πόλη, σε Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b>[[προσφέρω]], [[υπόσχομαι]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">V.</b> [[καθιστώ]] κάποιον έτσι ή [[αλλιώς]] απέναντί μου, <i>παρασχέσθαι θεὸνεὐμενῆ</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">VI.</b> στην Αριθμητική, συνυπολογίζομαι, [[υπολογίζομαι]], συναριθμούμαι, <i>παρέρχονται ἡμέρας διηκοσίας</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρέχω:''' (fut. [[παρέξω]] и [[παρασχήσω]], impf. παρεῖχον - эп. πάρεχον, aor. 2 [[παρέσχον]] - Hes. [[παρέσχεθον]], pf. παρέσχηκα; inf. [[παρασχεῖν]] - эп. [[παρασχέμεν]]) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> держать наготове ([[φάος]] πάντεσσι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> содержать: (Ἰνδὸς) κροκοδείλους παρέχεται Her. Инд служит обиталищем (досл. содержит в себе) крокодилов; παρέχεσθαι ἔθνεα ἀμαθέστατα Her. быть населенным весьма некультурными племенами;<br /><b class="num">3)</b> (по)давать, предлагать (δῶρα, [[σῖτον]] Hom.; med. ἀψεύδεα μαντήϊα Her.);<br /><b class="num">4)</b> давать, доставлять ([[νέας]] Her.; χρήματα Thuc.; τινὶ πάντα NT; [[θάλασσα]] παρέχει [[ἰχθῦς]] Hom.): π. δύναμιν εἰς τὴν στρατιάν Her. доставлять людей для войска; π. ἑαυτὸν χρῆσθαί τινι Xen. предоставлять себя в чье-л. распоряжение; (иногда sc. ἑαυτόν) τοῖς ἰατροῖς π. Xen. отдавать себя в распоряжение врачей;<br /><b class="num">5)</b> подставлять (τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[σῶμα]] π. τύπτειν Arph.; τῷ τύπτοντι τῆν [[ἄλλην]] σιαγόνα NT);<br /><b class="num">6)</b> вызывать, причинять, внушать (φόβον Hom.; πόνον Her.; [[πένθος]] Soph.; κόπους τινί NT): ἀλλήλῃσι [[γέλω]] τε καὶ εὐφροσύνην π. Hom. возбуждать друг в друге смех и веселье; π. ὕμνον πολύν Pind. вдохновлять на множество гимнов; αἴσθησιν π. Thuc. обращать на себя внимание;<br /><b class="num">7)</b> обнаруживать, выказывать, проявлять (φιλότητα Hom.; εὔνοιαν Soph.; φιλανθρωπίαν τινί NT; med.: προθυμίαν Her.; τὴν ἰσότητα τοῖς δούλοις NT); π. [[σπάνιον]] αὑτόν Plat. редко показываться (на людях); ἡσυχίαν [[παρασχεῖν]] NT успокоиться;<br /><b class="num">8)</b> предоставлять, разрешать, позволять (ἀντιφωνῆσαι Soph.); impers.: παρέχει [[ἡμῖν]] Her. у нас есть возможность; παρέχον Her. так как есть возможность; παρασχόν Thuc. поскольку было возможно;<br /><b class="num">9)</b> представлять, приводить (τινὰ εἰς τὴν βουλήν Lys.; med. τινα μάρτυρα Plat.): [[τεκμήριον]] παρέχεσθαί τι Plat. приводить что-л. в доказательство; παρέχεσθαί τινα ἄρχοντα Her. выставлять кого-л. своим начальником, т. е. иметь во главе кого-л.; πόλιν μεγίστην παρεχόμενος Thuc. являясь представителем великого государства;<br /><b class="num">10)</b> делать (кого-л. кем-л. или каким-л.) (τινὰ [[βέλτιστον]] Xen.): π. τι [[σῶον]] Xen. держать что-л. в сохранности; παρέχεσθαι τινα ἀβλαβῆ Xen. сохранить кого-л. невредимым; π. γῆν [[ἄσυλον]] Eur. сделать страну прибежищем; πάρεχ᾽ [[ἐκποδών]] Arph. уходи прочь.
}}
}}