πελός: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πελός:''' ή [[πελλός]], -ή, -όν, Λατ. [[pullus]], [[σκουρόχρωμος]], σκονισμένος, σταχτόχρωμος, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''πελός:''' ή [[πελλός]], -ή, -όν, Λατ. [[pullus]], [[σκουρόχρωμος]], σκονισμένος, σταχτόχρωμος, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πελός:''' и [[πελλός]] 3 темно-серый, темно-бурый, темный ([[μηκάς]] Soph.; [[ὄϊς]] Theocr.; [[ἐρωδιός]] Arst. - v. l. [[πέλλος]]).
}}
}}