πελός
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Middle Liddell
πελός, or πελλός, ή, όν
Lat. pullus, dark-coloured, dusky, ash-coloured, Theocr.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de couleur sombre, noirâtre, noir.
Étymologie: R. Πελ, être sombre ; cf. πολιός, lat. palleo, pullus.
Russian (Dvoretsky)
πελός: и πελλός 3 темно-серый, темно-бурый, темный (μηκάς Soph.; ὄϊς Theocr.; ἐρωδιός Arst. - v. l. πέλλος).
German (Pape)
[Seite 551] s. πελιός, πελλός.
Greek (Liddell-Scott)
πελὸς: ἢ πελλός, ή, όν, φαιός, φαιόχρους, μολυβδόχρους, πελὴ μηκὰς Σοφ. Ἀποσπ. 122, ἔνθα ἴδε Dind. (ed. 2)· πελλὴ ὄϊς Θεόκρ. 5. 99· πελλὸς ἐρῳδιὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23 π. σποδὸς Φοίνικος Ἀποσπ. 2. 23 Meineke. (Πρβλ. πελιός, πελιδνός, πολιός, Πέλοψ, Πελίας, καὶ ἴσως Πελασγός· Σανσκρ. palitas (cinus)· Λατ. palleo, pullus· Ἀρχ. Γερμ. fal-o). ― Καθ’ Ἡσύχ.: πελλόν· φαιὸν χρῶμα, ἐμφερὲς τῷ πελιδνῷ».
Greek Monotonic
πελός: ή πελλός, -ή, -όν, Λατ. pullus, σκουρόχρωμος, σκονισμένος, σταχτόχρωμος, σε Θεόκρ.