περίειμι: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περίειμι:''' ([[εἶμι]], Λατ. [[ibo]]), απαρ. <i>-ιέναι</i>, μτχ. <i>περι-ιών</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> κινούμαι κυκλικά, [[περικυκλώνω]], σε Ηρόδ.· [[περίειμι]] κατὰ νώτου τινί, [[κυκλώνω]] και [[προσβάλλω]] στα [[νώτα]], σε Θουκ.· περιφέρομαι ασχολούμενος με μάταιες ερωτήσεις ή διηγήσεις, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. τόπου, [[περιέρχομαι]], [[περιτριγυρίζω]], [[περίειμι]] τὸν νηὸν κύκλῳ, σε Ηρόδ.· [[περίειμι]] [[φυλακάς]], [[περιτριγυρίζω]] τους φύλακες, τους [[επισκέπτομαι]], στον ίδ.· λέγεται για ήχους, αὐλῶν σε περίεισιν [[πνοή]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[έρχομαι]] [[μετά]] από κάποιον, κατά [[διαδοχή]] ή από [[κληρονομικότητα]], ἡ [[ἀρχή]], <i>βασιληΐη περίεισι εἴς τινα</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για επαναλαμβανόμενες χρονικές περιόδους, <i>χρόνου περιιόντος</i>, [[καθώς]] ο [[χρόνος]] παρήλθε, πέρασε, στον ίδ.· <i>περιιόντι τῷθέρει</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">• [[περίειμι]]:</b> ([[εἰμί]], Λατ. [[sum]]), απαρ. <i>-εῖναι</i>, μτχ. <i>περι-ών</i>·<br /><b class="num">I.</b> βρίσκομαι γύρω από ένα [[μέρος]], με δοτ., σε Θουκ.· <i>τὰ περιόντα</i>, οι περιστάσεις, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> είμαι [[καλύτερος]] από, [[ανώτερος]] από τον [[άλλο]], [[υπερέχω]], [[εξέχω]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· <i>περίεσσι γυναικῶν εἶδός τε μέγεθός τε</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>οἳ περὶ μὲν βουλὴν Δαναῶν περὶ δ' ἐστὲ μάχεσθαι</i> (= <i>μάχην</i>), σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ. πράγμ., σοφίᾳ [[περίειμι]] [[τῶν]] Ἑλλήνων, σε Πλάτ.· απόλ., είμαι [[ανώτερος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ἐκ περιόντος</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[επιζώ]], ζω [[μετά]] από [[κάτι]] ή κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., [[επιζώ]], [[παραμένω]] [[ζωντανός]], στον ίδ., σε Δημ. κ.λπ.· λέγεται για πράγματα, [[υφίσταμαι]], [[υπάρχω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> βρίσκομαι πέρα ή πάνω από, [[υπολείπομαι]], [[παραμένω]], λέγεται για [[περιουσία]], χρήματα κ.λπ., σε Θουκ.· <i>οἰόμενοι περιεῖναι χρήματά τῷ φανταζόμενοι</i>, θεωρώντας ότι ο [[καθένας]] έχει μια [[ζυγαριά]] στα χέρια του, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[έρχομαι]] ως [[αποτέλεσμα]] ή [[συνέπεια]], περίεστιν [[ὑμῖν]] ἐκ τούτων, στον ίδ.· τοσοῦτον [[ὑμῖν]] περίεστιν τοῦ πρὸς ἐμὲ μίσους, έχει παραμείνει σ' εσάς τόσο [[μίσος]] [[εναντίον]] μου, σε Φίλιπ. [[παρά]] Δημ.· με απαρ., περίεστι [[ὑμῖν]] αὐτοῖς ἐρίζειν, απομένει σε σένα να φιλονικείς μαζί τους, σε Δημ.
|lsmtext='''περίειμι:''' ([[εἶμι]], Λατ. [[ibo]]), απαρ. <i>-ιέναι</i>, μτχ. <i>περι-ιών</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> κινούμαι κυκλικά, [[περικυκλώνω]], σε Ηρόδ.· [[περίειμι]] κατὰ νώτου τινί, [[κυκλώνω]] και [[προσβάλλω]] στα [[νώτα]], σε Θουκ.· περιφέρομαι ασχολούμενος με μάταιες ερωτήσεις ή διηγήσεις, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. τόπου, [[περιέρχομαι]], [[περιτριγυρίζω]], [[περίειμι]] τὸν νηὸν κύκλῳ, σε Ηρόδ.· [[περίειμι]] [[φυλακάς]], [[περιτριγυρίζω]] τους φύλακες, τους [[επισκέπτομαι]], στον ίδ.· λέγεται για ήχους, αὐλῶν σε περίεισιν [[πνοή]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[έρχομαι]] [[μετά]] από κάποιον, κατά [[διαδοχή]] ή από [[κληρονομικότητα]], ἡ [[ἀρχή]], <i>βασιληΐη περίεισι εἴς τινα</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για επαναλαμβανόμενες χρονικές περιόδους, <i>χρόνου περιιόντος</i>, [[καθώς]] ο [[χρόνος]] παρήλθε, πέρασε, στον ίδ.· <i>περιιόντι τῷθέρει</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">• [[περίειμι]]:</b> ([[εἰμί]], Λατ. [[sum]]), απαρ. <i>-εῖναι</i>, μτχ. <i>περι-ών</i>·<br /><b class="num">I.</b> βρίσκομαι γύρω από ένα [[μέρος]], με δοτ., σε Θουκ.· <i>τὰ περιόντα</i>, οι περιστάσεις, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> είμαι [[καλύτερος]] από, [[ανώτερος]] από τον [[άλλο]], [[υπερέχω]], [[εξέχω]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· <i>περίεσσι γυναικῶν εἶδός τε μέγεθός τε</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>οἳ περὶ μὲν βουλὴν Δαναῶν περὶ δ' ἐστὲ μάχεσθαι</i> (= <i>μάχην</i>), σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ. πράγμ., σοφίᾳ [[περίειμι]] [[τῶν]] Ἑλλήνων, σε Πλάτ.· απόλ., είμαι [[ανώτερος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ἐκ περιόντος</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[επιζώ]], ζω [[μετά]] από [[κάτι]] ή κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., [[επιζώ]], [[παραμένω]] [[ζωντανός]], στον ίδ., σε Δημ. κ.λπ.· λέγεται για πράγματα, [[υφίσταμαι]], [[υπάρχω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> βρίσκομαι πέρα ή πάνω από, [[υπολείπομαι]], [[παραμένω]], λέγεται για [[περιουσία]], χρήματα κ.λπ., σε Θουκ.· <i>οἰόμενοι περιεῖναι χρήματά τῷ φανταζόμενοι</i>, θεωρώντας ότι ο [[καθένας]] έχει μια [[ζυγαριά]] στα χέρια του, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[έρχομαι]] ως [[αποτέλεσμα]] ή [[συνέπεια]], περίεστιν [[ὑμῖν]] ἐκ τούτων, στον ίδ.· τοσοῦτον [[ὑμῖν]] περίεστιν τοῦ πρὸς ἐμὲ μίσους, έχει παραμείνει σ' εσάς τόσο [[μίσος]] [[εναντίον]] μου, σε Φίλιπ. [[παρά]] Δημ.· με απαρ., περίεστι [[ὑμῖν]] αὐτοῖς ἐρίζειν, απομένει σε σένα να φιλονικείς μαζί τους, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''περίειμι:''' <b class="num">I</b> [[εἰμί]] (inf. περιεῖναι, impf. [[περιῆν]], fut. περιέσομαι)<br /><b class="num">1)</b> находиться вокруг, окружать: [[χωρίον]], ᾦ [[κύκλῳ]] [[τειχίον]] [[περιῆν]] Thuc. место, обнесенное вокруг оградой;<br /><b class="num">2)</b> иметь преимущество, превосходить: περὶ φρένας [[ἔμμεναι]] ἄλλων Hom. разумом превосходить других; σοφίᾳ π. τῶν Ἑλλήνων Plat. превосходить мудростью (всех) греков; ἐκ περιόντος ἀγωνιεῖσθαι Thuc. сражаться, имея (на своей стороне) преимущество; ἐκ τοῦ περιόντος Dem. из чувства превосходства, из гордости (ср. 4);<br /><b class="num">3)</b> уцелевать, оставаться невредимым или в живых: αἱρέεται περιεῖναι Her. (Гигес) предпочел остаться в живых; ἑλόμενοι τὴν Ἑλλάδα περιεῖναι ἑλευθέρην Her. решив, что Эллада должна сохраниться свободной; τῇ [[ἑωυτοῦ]] μοίρῃ π. Her. пережить свою судьбу, т. е. спастись от смерти; οἰκίαι αἱ μὲν πολλαὶ πεπτώκεσαν, ὀλίγαι δὲ περιῆσαν Thuc. большинство домов рухнуло и лишь немногие уцелели; τὸ περιόν (тж. pl.) Thuc., Plat. уцелевшая часть, остатки; ἡ περιοῦσα [[κατασκευή]] Thuc. уцелевшая часть имущества;<br /><b class="num">4)</b> оставаться, быть в избытке: τὰ περιόντα χρήματα τῆς διοικήσεως Dem. денежный остаток за вычетом расходов; ἐκ τοῦ περιόντος εἰς εὐπρέπειαν Luc. от избытка (и) для украшения (ср. 2);<br /><b class="num">5)</b> оказываться в результате: περίεστι [[τοίνυν]] [[ἡμῖν]] ἀλλήλοις ἐρίζειν Dem. получилось то, что мы друг с другом ссоримся.<br /><b class="num">II</b> [[εἶμι]] (inf. περιϊέναι, impf. [[περιῄειν]], fut. [[περίειμι]])<br /><b class="num">1)</b> обходить (τὸν νηὸν [[κύκλῳ]] Her.; τὴν Ἑλλάδα Xen.): π. κατὰ τὰς κώμας Plat. и κατ᾽ ἀγρούς Lys. ходить по деревням; [[κύκλῳ]] π. τὴν σελήνην Plat. двигаться вокруг луны; π. κατὰ νώτου τινί Thuc. заходить в тыл кому-л.;<br /><b class="num">2)</b> (о времени) проходить, протекать: ὁ [[κύκλος]] τῶν [[ὡρέων]] ἑς τωὐτὸ περιϊών Her. круговорот времен года, совершающийся в одно и то же время (благодаря високосным месяцам и дням); χρόνου περιϊόντος Her. по прошествии (некоторого) времени; περιόντι (= περιϊόντι) τῷ θέρει Thuc. с наступлением лета;<br /><b class="num">3)</b> переходить по наследству, доставаться (ἡ ἀρχὴ περίεισι ἔς τινα Her.).
}}
}}