Anonymous

περίειμι: Difference between revisions

From LSJ
5
(32)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ΜΑ<br />[[επιζώ]], βρίσκομαι [[ακόμη]] στη ζωή (α. «αἱρέεται αὐτὸς περιεῑναι» — προτιμά να επιζήσει αυτός, <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ὑπόμνησιν τῶν περιόντων καὶ τῶν κεκοιμημένων», Κωνστ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βρίσκομαι [[γύρω]] από [[κάτι]] («[[χωρίον]] ᾧ κύκλῳ [[τειχίον]] περιῆν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπερέχω]], [[είμαι]] [[υπέρτερος]] από άλλον («περίεσσι γυναικῶν εἶδός τε μέγεθός τε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> διασώζομαι, [[γλυτώνω]] («τὸν ἄνδρα καὶ τὰ [[τέκνα]] ἐγκαταλιποῡσα τὸν ἀδελφεὸν εἵλευ περιεῑναί τοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[υπολείπομαι]], [[απομένω]] («ἐς Ἀθήνας ἀναχωροῡσι τῷ περιόντι τοῡ στρατοῡ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> [[υπάρχω]], [[υφίσταμαι]] (α. «ταῡτα μὲν καὶ ἔτι ἐς ἐμὲ ἦ περιεόντα», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «τὰ περιόντα χρήματα τῆς διοικήσεως», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> [[μένω]] ως [[αποτέλεσμα]], [[υπολείπομαι]], [[απομένω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἰμί]] «[[είμαι]]»].———————— <b>(II)</b><br />Α<br /><b>1.</b> [[περιέρχομαι]], [[πηγαίνω]] [[γύρω]] από [[κάτι]] («περιιέναι κατὰ νώτου αὐτοῑς» — να τους κυκλώσουν και να επιτεθούν από τα [[νώτα]], <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιέρχομαι]], [[τριγυρνώ]] εδώ κι [[εκεί]] («βούλεσθε περιιόντες πυνθάνεσθαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιθεωρώ]] («περιιόντος τὰς ἐπὶ τῶν νεῶν φυλακάς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[περιηγούμαι]] («τήν Ἑλλάδα περιῄει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[περιέρχομαι]] σε κάποιον [[κατά]] [[σειρά]] ή [[κατά]] [[διαδοχή]] («ἡ [[βασιληΐη]] ἐς Ἀλέξανδρον περιήϊε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (για χρονικές περιόδους) [[επανέρχομαι]] κανονικά (α. «περιιόντι τῷ θέρει», <b>Θουκ.</b><br />β. «περιιόντι δὲ τῷ ἐνιαυτῷ», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἶμι]] «[[έρχομαι]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ΜΑ<br />[[επιζώ]], βρίσκομαι [[ακόμη]] στη ζωή (α. «αἱρέεται αὐτὸς περιεῑναι» — προτιμά να επιζήσει αυτός, <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ὑπόμνησιν τῶν περιόντων καὶ τῶν κεκοιμημένων», Κωνστ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βρίσκομαι [[γύρω]] από [[κάτι]] («[[χωρίον]] ᾧ κύκλῳ [[τειχίον]] περιῆν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπερέχω]], [[είμαι]] [[υπέρτερος]] από άλλον («περίεσσι γυναικῶν εἶδός τε μέγεθός τε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> διασώζομαι, [[γλυτώνω]] («τὸν ἄνδρα καὶ τὰ [[τέκνα]] ἐγκαταλιποῡσα τὸν ἀδελφεὸν εἵλευ περιεῑναί τοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[υπολείπομαι]], [[απομένω]] («ἐς Ἀθήνας ἀναχωροῡσι τῷ περιόντι τοῡ στρατοῡ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> [[υπάρχω]], [[υφίσταμαι]] (α. «ταῡτα μὲν καὶ ἔτι ἐς ἐμὲ ἦ περιεόντα», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «τὰ περιόντα χρήματα τῆς διοικήσεως», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> [[μένω]] ως [[αποτέλεσμα]], [[υπολείπομαι]], [[απομένω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἰμί]] «[[είμαι]]»].———————— <b>(II)</b><br />Α<br /><b>1.</b> [[περιέρχομαι]], [[πηγαίνω]] [[γύρω]] από [[κάτι]] («περιιέναι κατὰ νώτου αὐτοῑς» — να τους κυκλώσουν και να επιτεθούν από τα [[νώτα]], <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιέρχομαι]], [[τριγυρνώ]] εδώ κι [[εκεί]] («βούλεσθε περιιόντες πυνθάνεσθαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιθεωρώ]] («περιιόντος τὰς ἐπὶ τῶν νεῶν φυλακάς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[περιηγούμαι]] («τήν Ἑλλάδα περιῄει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[περιέρχομαι]] σε κάποιον [[κατά]] [[σειρά]] ή [[κατά]] [[διαδοχή]] («ἡ [[βασιληΐη]] ἐς Ἀλέξανδρον περιήϊε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (για χρονικές περιόδους) [[επανέρχομαι]] κανονικά (α. «περιιόντι τῷ θέρει», <b>Θουκ.</b><br />β. «περιιόντι δὲ τῷ ἐνιαυτῷ», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἶμι]] «[[έρχομαι]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περίειμι:''' ([[εἶμι]], Λατ. [[ibo]]), απαρ. <i>-ιέναι</i>, μτχ. <i>περι-ιών</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> κινούμαι κυκλικά, [[περικυκλώνω]], σε Ηρόδ.· [[περίειμι]] κατὰ νώτου τινί, [[κυκλώνω]] και [[προσβάλλω]] στα [[νώτα]], σε Θουκ.· περιφέρομαι ασχολούμενος με μάταιες ερωτήσεις ή διηγήσεις, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. τόπου, [[περιέρχομαι]], [[περιτριγυρίζω]], [[περίειμι]] τὸν νηὸν κύκλῳ, σε Ηρόδ.· [[περίειμι]] [[φυλακάς]], [[περιτριγυρίζω]] τους φύλακες, τους [[επισκέπτομαι]], στον ίδ.· λέγεται για ήχους, αὐλῶν σε περίεισιν [[πνοή]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[έρχομαι]] [[μετά]] από κάποιον, κατά [[διαδοχή]] ή από [[κληρονομικότητα]], ἡ [[ἀρχή]], <i>βασιληΐη περίεισι εἴς τινα</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για επαναλαμβανόμενες χρονικές περιόδους, <i>χρόνου περιιόντος</i>, [[καθώς]] ο [[χρόνος]] παρήλθε, πέρασε, στον ίδ.· <i>περιιόντι τῷθέρει</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">• [[περίειμι]]:</b> ([[εἰμί]], Λατ. [[sum]]), απαρ. <i>-εῖναι</i>, μτχ. <i>περι-ών</i>·<br /><b class="num">I.</b> βρίσκομαι γύρω από ένα [[μέρος]], με δοτ., σε Θουκ.· <i>τὰ περιόντα</i>, οι περιστάσεις, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> είμαι [[καλύτερος]] από, [[ανώτερος]] από τον [[άλλο]], [[υπερέχω]], [[εξέχω]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· <i>περίεσσι γυναικῶν εἶδός τε μέγεθός τε</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>οἳ περὶ μὲν βουλὴν Δαναῶν περὶ δ' ἐστὲ μάχεσθαι</i> (= <i>μάχην</i>), σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ. πράγμ., σοφίᾳ [[περίειμι]] [[τῶν]] Ἑλλήνων, σε Πλάτ.· απόλ., είμαι [[ανώτερος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ἐκ περιόντος</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[επιζώ]], ζω [[μετά]] από [[κάτι]] ή κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., [[επιζώ]], [[παραμένω]] [[ζωντανός]], στον ίδ., σε Δημ. κ.λπ.· λέγεται για πράγματα, [[υφίσταμαι]], [[υπάρχω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> βρίσκομαι πέρα ή πάνω από, [[υπολείπομαι]], [[παραμένω]], λέγεται για [[περιουσία]], χρήματα κ.λπ., σε Θουκ.· <i>οἰόμενοι περιεῖναι χρήματά τῷ φανταζόμενοι</i>, θεωρώντας ότι ο [[καθένας]] έχει μια [[ζυγαριά]] στα χέρια του, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[έρχομαι]] ως [[αποτέλεσμα]] ή [[συνέπεια]], περίεστιν [[ὑμῖν]] ἐκ τούτων, στον ίδ.· τοσοῦτον [[ὑμῖν]] περίεστιν τοῦ πρὸς ἐμὲ μίσους, έχει παραμείνει σ' εσάς τόσο [[μίσος]] [[εναντίον]] μου, σε Φίλιπ. [[παρά]] Δημ.· με απαρ., περίεστι [[ὑμῖν]] αὐτοῖς ἐρίζειν, απομένει σε σένα να φιλονικείς μαζί τους, σε Δημ.
}}
}}