πικρός: Difference between revisions

1,273 bytes added ,  1 January 2019
3b
(6)
(3b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πικρός:''' -ά, -όν και -ός, -όν,<br /><b class="num">Α. I.</b> [[κυρίως]] (από [[πεύκη]]), [[αιχμηρός]], [[οξύς]], [[κοφτερός]], [[ὀϊστός]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[γλωχίς]], σε Σοφ.· μεταφ., <i>γλώσσης πικροῖς κέντροισι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[διαπεραστικός]] στις αισθήσεις.<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για τη [[γεύση]], [[οξύς]], [[πικάντικος]], [[πικρός]], σε Όμηρ., Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για την όσφρηση, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τις αισθήσεις, [[οξύς]], [[διαπεραστικός]], <i>ὠδῖνες</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για τον ήχο, [[οξύς]], [[διαπεραστικός]], [[διατρητικός]], [[διεισδυτικός]], [[οἰμωγή]], [[φθόγγος]], σε Σοφ.· <i>γόοι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πράγματα, [[σκληρός]], [[ωμός]], [[μισητός]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[άσπονδος]], [[μοχθηρός]], σε Σόλωνα, Ηρόδ., Αττ.· <i>πικρὸς θεοῖς</i>, [[μισητός]] στους θεούς, σε Σοφ.· <i>πικρὸς πολίταις</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> πικραμένος, [[θλιμμένος]], σε Σοφ. <b>Β.</b> συγκρ. <i>-ότερος</i>, υπερθ. <i>-ότατος</i>, σε Πίνδ. κ.λπ. <b>Γ.</b> Επίρρ., [[πικρῶς]], [[πικρά]], ωμά, σκληρά, αμείλικτα, σε Αισχύλ., Σοφ.· [[πικρῶς]] ἔχειν τινί, [[πρός]] τινα, σε Δημ.· [[πικρῶς]] φέρειν τι, σε Ευρ.
|lsmtext='''πικρός:''' -ά, -όν και -ός, -όν,<br /><b class="num">Α. I.</b> [[κυρίως]] (από [[πεύκη]]), [[αιχμηρός]], [[οξύς]], [[κοφτερός]], [[ὀϊστός]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[γλωχίς]], σε Σοφ.· μεταφ., <i>γλώσσης πικροῖς κέντροισι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[διαπεραστικός]] στις αισθήσεις.<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για τη [[γεύση]], [[οξύς]], [[πικάντικος]], [[πικρός]], σε Όμηρ., Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για την όσφρηση, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τις αισθήσεις, [[οξύς]], [[διαπεραστικός]], <i>ὠδῖνες</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για τον ήχο, [[οξύς]], [[διαπεραστικός]], [[διατρητικός]], [[διεισδυτικός]], [[οἰμωγή]], [[φθόγγος]], σε Σοφ.· <i>γόοι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πράγματα, [[σκληρός]], [[ωμός]], [[μισητός]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[άσπονδος]], [[μοχθηρός]], σε Σόλωνα, Ηρόδ., Αττ.· <i>πικρὸς θεοῖς</i>, [[μισητός]] στους θεούς, σε Σοφ.· <i>πικρὸς πολίταις</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> πικραμένος, [[θλιμμένος]], σε Σοφ. <b>Β.</b> συγκρ. <i>-ότερος</i>, υπερθ. <i>-ότατος</i>, σε Πίνδ. κ.λπ. <b>Γ.</b> Επίρρ., [[πικρῶς]], [[πικρά]], ωμά, σκληρά, αμείλικτα, σε Αισχύλ., Σοφ.· [[πικρῶς]] ἔχειν τινί, [[πρός]] τινα, σε Δημ.· [[πικρῶς]] φέρειν τι, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πικρός:''' 3, редко<br /><b class="num">1)</b> острый, остроконечный ([[ὀϊστός]] Hom.; [[γλωχίς]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> горький ([[ῥίζα]] Hom.); горько-соленый ([[δάκρυον]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> едкий, острый ([[ὀδμή]] Hom.);<br /><b class="num">4)</b> пронзительный ([[οἰμωγή]] Soph.);<br /><b class="num">5)</b> резкий, мучительный (ὠδῖνες Hom.);<br /><b class="num">6)</b> прискорбный, горестный, тяжелый ([[τιμωρία]] Aesch.; [[ἀγών]] Soph.): ἐμοὶ π. τέθνηκεν ᾖ κείνοις [[γλυκύς]] Soph. мне его (т. е. Эанта) смерть - горе, а другим - радость;<br /><b class="num">7)</b> скорбящий, печальный ([[ὄρνις]] Soph.);<br /><b class="num">8)</b> тягостный, неприятный (δεσμοί Eur.; [[γειτονία]] Plat.);<br /><b class="num">9)</b> ненавистный (θεοῖς Soph.);<br /><b class="num">10)</b> резкий, жестокий, суровый (νόμοι Arph.; λόγοι Eur.; [[δικαστής]] Polyb.; ζῆλον NT).
}}
}}