πολλαπλόος: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολλαπλόος:''' -η, -ον, συνηρ. -[[πλοῦς]], <i>-ῆ</i>, <i>-οῦν</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πολλαπλός]], αυτός που είναι τόσες φορές μεγαλύτερος, σε Πλάτ.· [[ὄνομα]] πολλαπλοῦν, πολύπλοκο, αντίθ. προς το <i>ἁπλοῦν</i>, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., ἀνὴρ [[πολλαπλόος]], όχι [[απλός]] και [[ευθύς]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''πολλαπλόος:''' -η, -ον, συνηρ. -[[πλοῦς]], <i>-ῆ</i>, <i>-οῦν</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πολλαπλός]], αυτός που είναι τόσες φορές μεγαλύτερος, σε Πλάτ.· [[ὄνομα]] πολλαπλοῦν, πολύπλοκο, αντίθ. προς το <i>ἁπλοῦν</i>, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., ἀνὴρ [[πολλαπλόος]], όχι [[απλός]] και [[ευθύς]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολλαπλόος:''' стяж. [[πολλαπλοῦς]] 2<br /><b class="num">1)</b> многократный, во много раз больший ([[βίος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> многосложный, составленный из многих элементов ([[ὄνομα]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> многосторонний, многогранный ([[ἀνήρ]] Plat.).
}}
}}