Anonymous

πολλαπλόος: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=όη, όον;<br /><b>1</b> multiple;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui prend toutes sortes de formes, artificieux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], -πλοος.
|btext=όη, όον;<br /><b>1</b> multiple;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui prend toutes sortes de formes, artificieux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], -πλοος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολλαπλόος:''' -η, -ον, συνηρ. -[[πλοῦς]], <i>-ῆ</i>, <i>-οῦν</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πολλαπλός]], αυτός που είναι τόσες φορές μεγαλύτερος, σε Πλάτ.· [[ὄνομα]] πολλαπλοῦν, πολύπλοκο, αντίθ. προς το <i>ἁπλοῦν</i>, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., ἀνὴρ [[πολλαπλόος]], όχι [[απλός]] και [[ευθύς]], σε Πλάτ.
}}
}}