πολυάνωρ: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυάνωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[πολυάνθρωπος]], [[πολυσύχναστος]], σε Ευρ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> γυνὴ [[πολυάνωρ]], [[σύζυγος]] με πολλούς συζύγους, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πολυάνωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[πολυάνθρωπος]], [[πολυσύχναστος]], σε Ευρ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> γυνὴ [[πολυάνωρ]], [[σύζυγος]] με πολλούς συζύγους, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυάνωρ:''' ορος (ᾱ) adj.<br /><b class="num">1)</b> многолюдный ([[πόλις]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> обильно посещаемый ([[ξενόεις]] [[θρόνος]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> имевшая много мужей ([[γυνή]] Aesch.).
}}
}}