Anonymous

πολυάνωρ: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ορος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο συχνάζουν πολλοί, [[κοσμοβριθής]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατοικείται από [[πολλά]] άτομα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πολυάνωρ]] [[εὐνομία]]» — [[ευνομία]] που υπάρχει σε πολυάνθρωπη [[πολιτεία]]<br />β) «[[γυνή]] [[πολυάνωρ]]» — [[γυναίκα]] που έχει πολλούς συζύγους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>άνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]], <i>ἀνδρός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μεγ</i>-<i>άνωρ</i>].
|mltxt=-ορος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο συχνάζουν πολλοί, [[κοσμοβριθής]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατοικείται από [[πολλά]] άτομα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πολυάνωρ]] [[εὐνομία]]» — [[ευνομία]] που υπάρχει σε πολυάνθρωπη [[πολιτεία]]<br />β) «[[γυνή]] [[πολυάνωρ]]» — [[γυναίκα]] που έχει πολλούς συζύγους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>άνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]], <i>ἀνδρός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μεγ</i>-<i>άνωρ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολυάνωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[πολυάνθρωπος]], [[πολυσύχναστος]], σε Ευρ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> γυνὴ [[πολυάνωρ]], [[σύζυγος]] με πολλούς συζύγους, σε Αισχύλ.
}}
}}