πολυωφελής: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυωφελής:''' -ές ([[ὄφελος]]), [[πολύ]] [[ωφέλιμος]], ο [[χρήσιμος]] με πολλούς τρόπους, σε Αριστ.· επίρρ. <i>-λῶς</i>, υπερθ. <i>-ωφελέστατα</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''πολυωφελής:''' -ές ([[ὄφελος]]), [[πολύ]] [[ωφέλιμος]], ο [[χρήσιμος]] με πολλούς τρόπους, σε Αριστ.· επίρρ. <i>-λῶς</i>, υπερθ. <i>-ωφελέστατα</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυωφελής:''' весьма полезный Sext.: πολυωφελὲς ἂν εἴη τὸ περὶ τούτων [[εἰδέναι]] Arst. было бы весьма полезно знать об этом.
}}
}}