ποππύζω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποππύζω:''' Δωρ. -ύσδω· αόρ. αʹ <i>ἐπόππῠσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σφυρίζω]], [[κράζω]], [[τσιρίζω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για άναρθρο ήχο, που [[συνήθως]] χρησιμ. από τους Έλληνες στην [[περίπτωση]] του κεραυνού, ως [[ένδειξη]] δέους και σεβασμού, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[παίζω]] άσχημα τον αυλό, [[αφήνω]] την [[αναπνοή]] μου να ηχεί όσο [[παίζω]] τον αυλό, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ποππύζω:''' Δωρ. -ύσδω· αόρ. αʹ <i>ἐπόππῠσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σφυρίζω]], [[κράζω]], [[τσιρίζω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για άναρθρο ήχο, που [[συνήθως]] χρησιμ. από τους Έλληνες στην [[περίπτωση]] του κεραυνού, ως [[ένδειξη]] δέους και σεβασμού, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[παίζω]] άσχημα τον αυλό, [[αφήνω]] την [[αναπνοή]] μου να ηχεί όσο [[παίζω]] τον αυλό, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ποππύζω:''' дор. [[ποππύσδω]] посвистывать, прищелкивать языком или причмокивать (для поощрения, в знак одобрения, при поцелуе и т. п., а тж. во время грозы, для ограждения себя от ударов молнии) Arph., Plat., Theocr., Diod., Anth.
}}
}}