3,273,762
edits
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ποππύζω:''' Δωρ. -ύσδω· αόρ. αʹ <i>ἐπόππῠσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σφυρίζω]], [[κράζω]], [[τσιρίζω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για άναρθρο ήχο, που [[συνήθως]] χρησιμ. από τους Έλληνες στην [[περίπτωση]] του κεραυνού, ως [[ένδειξη]] δέους και σεβασμού, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[παίζω]] άσχημα τον αυλό, [[αφήνω]] την [[αναπνοή]] μου να ηχεί όσο [[παίζω]] τον αυλό, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ποππύζω:''' Δωρ. -ύσδω· αόρ. αʹ <i>ἐπόππῠσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σφυρίζω]], [[κράζω]], [[τσιρίζω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για άναρθρο ήχο, που [[συνήθως]] χρησιμ. από τους Έλληνες στην [[περίπτωση]] του κεραυνού, ως [[ένδειξη]] δέους και σεβασμού, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[παίζω]] άσχημα τον αυλό, [[αφήνω]] την [[αναπνοή]] μου να ηχεί όσο [[παίζω]] τον αυλό, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποππύζω:''' дор. [[ποππύσδω]] посвистывать, прищелкивать языком или причмокивать (для поощрения, в знак одобрения, при поцелуе и т. п., а тж. во время грозы, для ограждения себя от ударов молнии) Arph., Plat., Theocr., Diod., Anth. | |||
}} | }} |