πρηνίζω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρηνίζω:''' [[καταρρίπτω]], [[ρίχνω]] [[κάτω]] — Παθ., [[πέφτω]] [[κάτω]], καταρρίπτομαι, <i>πρηνιχθείς</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''πρηνίζω:''' [[καταρρίπτω]], [[ρίχνω]] [[κάτω]] — Παθ., [[πέφτω]] [[κάτω]], καταρρίπτομαι, <i>πρηνιχθείς</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρηνίζω:''' свергать вниз, обрушивать: [[ἅμα]] νηῒ πρηνιχθείς Anth. опрокинувшись вместе с судном.
}}
}}