Anonymous

πρηνίζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, δωρ. και αττ. τ. [[πρανίζω]] Α [[πρηνής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βάζω]] κάποιον με το [[πρόσωπο]] [[προς]] το [[έδαφος]], [[προς]] τα [[κάτω]], δηλ. [[πρηνηδόν]], τον [[πιστομίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταστρέφω]], [[κατακρημνίζω]] [[κάτι]] («ἐπρήνιζε τὴν Εὐρυμέδοντος πόλιν», Ευφορ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>πρηνίζομαι</i><br />ανατρέπομαι, αναποδογυρίζομαι («ἅμα νηΐ πρηνιχθείς», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ, δωρ. και αττ. τ. [[πρανίζω]] Α [[πρηνής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βάζω]] κάποιον με το [[πρόσωπο]] [[προς]] το [[έδαφος]], [[προς]] τα [[κάτω]], δηλ. [[πρηνηδόν]], τον [[πιστομίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταστρέφω]], [[κατακρημνίζω]] [[κάτι]] («ἐπρήνιζε τὴν Εὐρυμέδοντος πόλιν», Ευφορ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>πρηνίζομαι</i><br />ανατρέπομαι, αναποδογυρίζομαι («ἅμα νηΐ πρηνιχθείς», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρηνίζω:''' [[καταρρίπτω]], [[ρίχνω]] [[κάτω]] — Παθ., [[πέφτω]] [[κάτω]], καταρρίπτομαι, <i>πρηνιχθείς</i>, σε Ανθ.
}}
}}