προοδοποιέω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προοδοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. <i>προωδοποίηκα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ετοιμάζω]] τον δρόμο από [[πριν]], <i>τινί</i>, για κάποιον, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[ετοιμάζω]] από [[πριν]], σε Πλούτ. — Παθ., ετοιμάζομαι από [[πριν]], σε Αριστ.· μτχ. <i>προωδοποιημένος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, προετοιμασμένος, [[έτοιμος]], στον ίδ.
|lsmtext='''προοδοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. <i>προωδοποίηκα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ετοιμάζω]] τον δρόμο από [[πριν]], <i>τινί</i>, για κάποιον, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[ετοιμάζω]] από [[πριν]], σε Πλούτ. — Παθ., ετοιμάζομαι από [[πριν]], σε Αριστ.· μτχ. <i>προωδοποιημένος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, προετοιμασμένος, [[έτοιμος]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προοδοποιέω:''' <b class="num">1)</b> тж. med. пролагать дорогу, проторить путь (τινι, πρός и εἴς τι Arst.): π. τινί τι Plut. указывать кому-л. путь к чему-л.;<br /><b class="num">2)</b> подготовлять, предрасполагать (π. καὶ παρασκευάζειν τὸ [[σῶμα]] πρός τι Arst.; π. τὴν ψυχὴν εἰς σοφίαν Sext.): τῆς ὄψεως προοδοποιούσης Plut. по предварительном исследовании зрением.
}}
}}