Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προοδοποιέω

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προοδοποιέω Medium diacritics: προοδοποιέω Low diacritics: προοδοποιέω Capitals: ΠΡΟΟΔΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: proodopoiéō Transliteration B: proodopoieō Transliteration C: proodopoieo Beta Code: proodopoie/w

English (LSJ)

aor.
A προωδοποίησα Arist.Pr.867a39: pf. προωδοποίηκα Id.Rh.1389b31:—Pass. προωδοποίημαι Id.PA650b28, 651b10, GA 770b3, al.; so that the forms προωδο-πεποίηκα, -πεποίημαι in Pr.954b12, Pol.1270a4, are prob. corrupt:—prepare or pave the way, τὸ γῆρας π. τῇ δειλίᾳ Arist.Rh. l. c.; πάντα π. πρὸς.. make all preparations for... Id.Pol.1336a32; πρὸς τὴν ἀλήθειαν Jul.Or.7.217c: abs., Plu.2.664a:—Med., make one's way, tend in a certain direction, πρὸς τὸ ἄνω Arist.PA671b31, cf. Pr.867a36, Theophrastus Sud.28.
II c. acc., prepare beforehand, τὸ σῶμα πρὸς τὸ ἱδροῦν Arist.Pr.867a39; τὴν ψυχὴν εἴς τι S.E.M.6.34; πολλὰ αὐτῷ (sc. Σόλωνι) τῆς νομοθεσίας Plu. Sol.12, cf. Lyc.4:—Pass., αὑτοὺς παρεῖχον τῷ νομοθέτῃ προωδοποιημένους Arist.Pol.1270a4; π. τῷ πάθει Id.PA650b28; προωδοποίηται ἕκαστος πρὸς τὴν ἑκάστου ὀργήν Id.Rh.1379a21, cf. GA770b3, Epicur. Nat.Herc.1420.3.

German (Pape)

[Seite 737] vorausgehen, Luc. abdic. 17; übh. vorbereiten, Arist. partt. an. 2, 5; προοδοποιεῖ ἡ μουσικὴ τὴν ψυχὴν εἰς σοφίαν, S. Emp. adv. mus. 34. – Auch med., Arist. part. an. 3, 9.

French (Bailly abrégé)

προοδοποιῶ :
ao. προωδοποίησα, pf. προωδοποίηκα ; pf. Pass. προωδοποίημαι;
ouvrir ou frayer le chemin ; προοδοποιεῖν τινι ARSTT ouvrir la voie, donner accès à qch (à la peur, à l'étude, etc.) ; Pass. être préparé, disposé : πρός τι à qch.
Étymologie: πρό, ὁδοποιέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-οδοποιέω een weg banen:; προωδοπεποίηκε τὸ γῆρας τῇ δειλίᾳ ouderdom heeft de weg vrijgemaakt voor lafheid Aristot. Rh. 1389b31; voorbereiden; med.. προωδοποιεῖται γὰρ ἕκαστος πρός τὴν ἑκάστου ὀργήν ieder heeft de basis gelegd voor zijn eigen boosheid Aristot. Rh. 1379a21; πολλὰ... προωδοποίησεν αὐτῷ τῆς νομοθεσίας hij hielp hem (Solon) zeer bij de voorbereiding van zijn wetgeving Plut. Sol. 12.8.

Russian (Dvoretsky)

προοδοποιέω:
1 тж. med. пролагать дорогу, проторить путь (τινι, πρός и εἴς τι Arst.): π. τινί τι Plut. указывать кому-л. путь к чему-л.;
2 подготовлять, предрасполагать (π. καὶ παρασκευάζειν τὸ σῶμα πρός τι Arst.; π. τὴν ψυχὴν εἰς σοφίαν Sext.): τῆς ὄψεως προοδοποιούσης Plut. по предварительном исследовании зрением.

Greek Monotonic

προοδοποιέω: μέλ. -ήσω, παρακ. προωδοποίηκα·
I. ετοιμάζω τον δρόμο από πριν, τινί, για κάποιον, σε Αριστ.
II. με αιτ., ετοιμάζω από πριν, σε Πλούτ. — Παθ., ετοιμάζομαι από πριν, σε Αριστ.· μτχ. προωδοποιημένος, , -ον, προετοιμασμένος, έτοιμος, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

προοδοποιέω: ἀόρ. προωδοποίησα Ἀριστ. Προβλ. 2. 11, 3· πρκμ. προωδοποίηκα ὁ αὐτ. ἐν Ρητορ. 2. 13, 7, Παθητ., προωδοποίημαι ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 4., 2. 5, 6, π. Ζ. Γεν. 4. 4, 9, κ. ἀλλ.· ὥστε οἱ τύποι προωδοπεποίηκα, -πεποίημαι (Προβλ. 30. 1, 22, Πολιτ. 2. 9, 11) εἶναι πιθανῶς ἁμαρτήματα τῶν Ἀντιγραφέων. Παρασκευάζω τὴν ὁδὸν πρότερον, προπαρασκευάζω, προετοιμάζω, ἐξομαλύνω τὴν ὁδόν, τῷ γῆρας πρ. τῇ δειλίᾳ Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 7· πάντα πρ. πρός.., κάμνω πᾶσαν ἑτοιμασίαν διά…, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 7. 77, 5· ἀπολ., Πλούτ. 2. 663Ε· ― Μέσ., διευθύνομαι, τείνω πρός τινα διεύθυνσιν, πρὸς τὸ ἄνω Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 8, πρβλ. Προβλ. 2. 11. ΙΙ. μετ’ αἰτιατικῆς, παρασκευάζω προηγουμένως, τὴν παίδευσίν τινι Πλουτ. Λυκοῦργ. 4· τὸ σῶμα πρὸς τὸ ἱδροῦν Ἀριστ. Προβλ. 2. 11, 2, πρβλ. Πολιτ. 7. 17, 5· τὴν ψυχὴν εἴς τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 6. 34. ― Παθητ., παρασκευάζομαι πρότερον, αὑτοὺς παρεῖχον τῷ νομοθέτῃ προωδοποιημένους Ἀριστ. Πολιτ. 2. 9, 11· πρ. τῷ πάθει ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 4· προωδοποίηται ἕκαστος πρὸς τὴν ὀργὴν ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 2, 10, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 9· εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 2. 11· μετοχ. προωδοποιημένος, η, ον, παρεσκευασμένος, ἕτοιμος, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 2. 9, 11.

Middle Liddell

fut. ήσω perf. προωδοποίηκα
I. to prepare the way before, prepare or pave the way, τινί for another, Arist.
II. c. acc. to prepare beforehand, Plut.:—Pass. to be prepared before, Arist.: part. προωδοποιημένος, η, ον, prepared, ready, Arist.