προοικοδομέω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προοικοδομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[χτίζω]] από [[πριν]], [[οικοδομώ]] εκ των προτέρων — Παθ., σε Λουκ.
|lsmtext='''προοικοδομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[χτίζω]] από [[πριν]], [[οικοδομώ]] εκ των προτέρων — Παθ., σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''προοικοδομέω:''' заранее или спереди строить, устраивать (ἡ προῳκοδομημένη [[πηγή]] Luc.).
}}
}}