προοικοδομέω

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προοικοδομέω Medium diacritics: προοικοδομέω Low diacritics: προοικοδομέω Capitals: ΠΡΟΟΙΚΟΔΟΜΕΩ
Transliteration A: prooikodoméō Transliteration B: prooikodomeō Transliteration C: prooikodomeo Beta Code: prooikodome/w

English (LSJ)

build in front, πρὸ τῶν πύργων τριγώνους Ph.Bel. 84.13:—Pass., dub.in Luc.Alex.14.

German (Pape)

[Seite 737] vorbauen, vorherbauen, ἡ προῳκοδομημένη τοῦ χρηστηρίου πηγή Luc. Alex. 14.

French (Bailly abrégé)

προοικοδομῶ :
1 bâtir auparavant;
2 bâtir devant, gén..
Étymologie: πρό, οἰκοδομέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-οικοδομέω ervoor bouwen.

Russian (Dvoretsky)

προοικοδομέω: заранее или спереди строить, устраивать (ἡ προῳκοδομημένη πηγή Luc.).

Greek Monotonic

προοικοδομέω: μέλ. -ήσω, χτίζω από πριν, οικοδομώ εκ των προτέρων — Παθ., σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προοικοδομέω: οἰκοδομῶ πρότερον, Φίλων Βελοπ. 84. ― Παθ., Λουκ. Ἀλέξ. 14.

Middle Liddell

fut. ήσω
to build before:—Pass., Luc.