πρόσδετος: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόσδετος:''' -ον, δεμένος μ' ένα [[πράγμα]], <i>τινι</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''πρόσδετος:''' -ον, δεμένος μ' ένα [[πράγμα]], <i>τινι</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόσδετος:''' привязанный, прикрепленный (μετώποις ἱππικοῖσι Eur.).
}}
}}