πρόσδετος
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
English (LSJ)
πρόσδετον,
A tied to a thing, μετώποις, λίθῳ, E.Rh.307, APl.4.147 (Antiphil.).
II fixed, Heliod. ap. Orib. 49.2.3.
German (Pape)
[Seite 755] angebunden; Eur. Rhes. 307, τινί, z. B. λίθῳ, Antiph. 13 (Plan. 147).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
attaché à.
Étymologie: προσδέω¹.
Russian (Dvoretsky)
πρόσδετος: привязанный, прикрепленный (μετώποις ἱππικοῖσι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
πρόσδετος: -ον, δεδεμένος πρός τι πρᾶγμα, τινι Εὐρ. Ρῆσ. 307, Ἀνθ. Πλαν. 147.
Greek Monolingual
-ον, Α προσδέω (Ι)]
1. ο δεμένος με κάτι
2. στερεωμένος, καρφωμένος.
Greek Monotonic
πρόσδετος: -ον, δεμένος μ' ένα πράγμα, τινι, σε Ευρ.
Middle Liddell
πρόσ-δετος, ον,
tied to a thing, τινι Eur.