προσδιαφθείρω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσδιαφθείρω:''' μέλ. <i>-φθερῶ</i>, [[καταστρέφω]] [[επιπλέον]], σε Σοφ. — Παθ., [[χάνομαι]], [[πεθαίνω]], σε Ισοκρ.
|lsmtext='''προσδιαφθείρω:''' μέλ. <i>-φθερῶ</i>, [[καταστρέφω]] [[επιπλέον]], σε Σοφ. — Παθ., [[χάνομαι]], [[πεθαίνω]], σε Ισοκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσδιαφθείρω:''' одновременно губить, уничтожать (τινά и τι Plut.): [[ὄλωλα]] καὶ σὲ προσδιαφθερῶ [[ξυνών]] Soph. (если Филоктет узнает о моем прибытии), я погиб и одновременно погублю тебя.
}}
}}