Anonymous

προσδιαφθείρω: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταστρέφω]] κάποιον ή [[κάτι]] επί [[πλέον]] (ὄλῳλα καὶ σὲ προσδιαφθερῶ [[ξυνών]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποστερώ]] επί [[πλέον]]<br /><b>3.</b> [[προκαλώ]] [[επίσης]] [[έκτρωση]] του εμβρύου<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[διαστρέφω]], [[διαστρεβλώνω]].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταστρέφω]] κάποιον ή [[κάτι]] επί [[πλέον]] (ὄλῳλα καὶ σὲ προσδιαφθερῶ [[ξυνών]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποστερώ]] επί [[πλέον]]<br /><b>3.</b> [[προκαλώ]] [[επίσης]] [[έκτρωση]] του εμβρύου<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[διαστρέφω]], [[διαστρεβλώνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσδιαφθείρω:''' μέλ. <i>-φθερῶ</i>, [[καταστρέφω]] [[επιπλέον]], σε Σοφ. — Παθ., [[χάνομαι]], [[πεθαίνω]], σε Ισοκρ.
}}
}}