προσκολλάω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσκολλάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κολλάω]] [[επάνω]] ή σε — Παθ., κολλώμαι ή προσκολλώμαι σε, [[εμμένω]], σε Πλάτ., Κ.Δ.· [[πρός]] τινα, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''προσκολλάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κολλάω]] [[επάνω]] ή σε — Παθ., κολλώμαι ή προσκολλώμαι σε, [[εμμένω]], σε Πλάτ., Κ.Δ.· [[πρός]] τινα, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''προσκολλάω:''' приклеивать, прилеплять (προσκολληθῆναι πρός τινα - v. l. τινι NT): προσκεκολλημένος Plat. тесно связанный.
}}
}}