3,274,919
edits
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσκολλάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κολλάω]] [[επάνω]] ή σε — Παθ., κολλώμαι ή προσκολλώμαι σε, [[εμμένω]], σε Πλάτ., Κ.Δ.· [[πρός]] τινα, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''προσκολλάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κολλάω]] [[επάνω]] ή σε — Παθ., κολλώμαι ή προσκολλώμαι σε, [[εμμένω]], σε Πλάτ., Κ.Δ.· [[πρός]] τινα, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσκολλάω:''' приклеивать, прилеплять (προσκολληθῆναι πρός τινα - v. l. τινι NT): προσκεκολλημένος Plat. тесно связанный. | |||
}} | }} |