προσφύω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσφύω:''' μέλ. -φύσω [ῡ], αόρ. αʹ <i>-έφῡσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] να φυτρώσει· μεταφ., κάνω [[κάτι]] σίγουρο, [[επιβεβαιώνω]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. ή Μέσ., μέλ. <i>-φύσομαι</i>, Ενεργ. με αόρ. βʹ [[ἔφυν]], παρακ. <i>-πέφῡκα</i>· [[φυτρώνω]], αναπτύσσομαι σε ή [[επάνω]] σε, με δοτ., σε Ευρ.· μεταφ., προσκολλώμαι, τῷ προσφυὲς [[ἐχόμην]], σε Ομήρ. Οδ.· και απόλ., <i>προσφῦσα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ψάρια, <i>τὠγκίστρῳ ποτεφύετο</i>, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''προσφύω:''' μέλ. -φύσω [ῡ], αόρ. αʹ <i>-έφῡσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] να φυτρώσει· μεταφ., κάνω [[κάτι]] σίγουρο, [[επιβεβαιώνω]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. ή Μέσ., μέλ. <i>-φύσομαι</i>, Ενεργ. με αόρ. βʹ [[ἔφυν]], παρακ. <i>-πέφῡκα</i>· [[φυτρώνω]], αναπτύσσομαι σε ή [[επάνω]] σε, με δοτ., σε Ευρ.· μεταφ., προσκολλώμαι, τῷ προσφυὲς [[ἐχόμην]], σε Ομήρ. Οδ.· και απόλ., <i>προσφῦσα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ψάρια, <i>τὠγκίστρῳ ποτεφύετο</i>, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσφύω:''' дор. [[ποτιφύω]] (дор. 3 л. sing. impf. ποτεφύετο; aor. 2 προσέφυν, pf. προσπέφυκα; part. aor. προσφύς)<br /><b class="num">1)</b> вырастать, расти ([[ὥσπερ]] τὰ φύματα Arst.; [[κέρας]] κρατὶ προσπεφυκός Eur.); перен. образоваться: [[μεταξύ]] τινος προσπεφυκώς Arst. находящийся посреди чего-л.; [[τόπος]] προσπεφυκὼς χωρίοις πετρώδεσι Plut. место, покрытое скалистыми участками;<br /><b class="num">2)</b> приращивать: προσέφυσε ὀδόντας τοῖς σώμασι Plut. (природа) снабдила организм зубами (ср. 5);<br /><b class="num">3)</b> прирастать, прилипать, приставать, прижиматься (ταῖς πέτραις Arst.);<br /><b class="num">4)</b> цепляться, ухватываться (τὠγκίστρῳ Theocr.; перен. τῷ ῥήματι Plut.): προσφύς τινι Hom. повиснув на чем-л.;<br /><b class="num">5)</b> med.-pass. проникать, усваиваться: προσφύεσθαι τοῖς σώμασι Arst. (о пище) усваиваться телами (ср. 2);<br /><b class="num">6)</b> (fut. προσφύσω и aor. 1 προσέφυσα) подкреплять, подтверждать (λόγῳ τι Aesch., Arph.).
}}
}}