Anonymous

προσφύω: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[φύω]]<br />(συν. το μέσ.) <i>προσφύομαι</i><br />α) [[φυτρώνω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («τὰ δὲ κέρατα προσπέφυκε μᾱλλον τῷ δέρματι», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) [[είμαι]] [[δυνατά]] προσκολλημένος [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να φυτρώσει<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συνδέω]] [[κάτι]] [[στενά]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[προσαρμόζω]] [[στερεά]] («ταῡτ' ἀληθῆ... προσφύσω λόγῳ» — αυτά τα αληθινά θα βεβαιώσω, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> (στον <b>Αριστοτ.</b> για [[κάθε]] εξωτερική [[αύξηση]] που δεν αποτελεί [[μέρος]] του οργανισμού) αναπτύσσομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] («προσπέφυκε τῇ ὑστέρᾳ τὸ ᾠόν», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ [[φύω]]<br />(συν. το μέσ.) <i>προσφύομαι</i><br />α) [[φυτρώνω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («τὰ δὲ κέρατα προσπέφυκε μᾱλλον τῷ δέρματι», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) [[είμαι]] [[δυνατά]] προσκολλημένος [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να φυτρώσει<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συνδέω]] [[κάτι]] [[στενά]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[προσαρμόζω]] [[στερεά]] («ταῡτ' ἀληθῆ... προσφύσω λόγῳ» — αυτά τα αληθινά θα βεβαιώσω, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> (στον <b>Αριστοτ.</b> για [[κάθε]] εξωτερική [[αύξηση]] που δεν αποτελεί [[μέρος]] του οργανισμού) αναπτύσσομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] («προσπέφυκε τῇ ὑστέρᾳ τὸ ᾠόν», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσφύω:''' μέλ. -φύσω [ῡ], αόρ. αʹ <i>-έφῡσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] να φυτρώσει· μεταφ., κάνω [[κάτι]] σίγουρο, [[επιβεβαιώνω]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. ή Μέσ., μέλ. <i>-φύσομαι</i>, Ενεργ. με αόρ. βʹ [[ἔφυν]], παρακ. <i>-πέφῡκα</i>· [[φυτρώνω]], αναπτύσσομαι σε ή [[επάνω]] σε, με δοτ., σε Ευρ.· μεταφ., προσκολλώμαι, τῷ προσφυὲς [[ἐχόμην]], σε Ομήρ. Οδ.· και απόλ., <i>προσφῦσα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ψάρια, <i>τὠγκίστρῳ ποτεφύετο</i>, σε Θεόκρ.
}}
}}