προσσυκοφαντέω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσσῡκοφαντέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συκοφαντώ]] [[επιπλέον]], σε Δημ.
|lsmtext='''προσσῡκοφαντέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συκοφαντώ]] [[επιπλέον]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσσῡκοφαντέω:''' тж. раздельно сверх того клеветать, позорить (τοὺς ἠδικημένους Dem.).
}}
}}