προσφευκτέον: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσφευκτέον:''' ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει [[κάποιος]] να του ασκήσει [[επιπλέον]] [[δίωξη]], σε Δημ.
|lsmtext='''προσφευκτέον:''' ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει [[κάποιος]] να του ασκήσει [[επιπλέον]] [[δίωξη]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσφευκτέον:''' adj. verb. к [[προσφεύγω]].
}}
}}