3,277,066
edits
(6) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσφευκτέον:''' ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει [[κάποιος]] να του ασκήσει [[επιπλέον]] [[δίωξη]], σε Δημ. | |lsmtext='''προσφευκτέον:''' ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει [[κάποιος]] να του ασκήσει [[επιπλέον]] [[δίωξη]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσφευκτέον:''' adj. verb. к [[προσφεύγω]]. | |||
}} | }} |