Anonymous

προσφευκτέον: Difference between revisions

From LSJ
6
(6_20)
(6)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσφευκτέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ [[εἶναι]] ὑποκείμενος εἰς καταδίωξιν [[προσέτι]], Δημ. 977. 27.
|lstext='''προσφευκτέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ [[εἶναι]] ὑποκείμενος εἰς καταδίωξιν [[προσέτι]], Δημ. 977. 27.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσφευκτέον:''' ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει [[κάποιος]] να του ασκήσει [[επιπλέον]] [[δίωξη]], σε Δημ.
}}
}}