πταίρω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πταίρω:''' (ενεστ. σε [[χρήση]] το αποθ. [[πτάρνυμαι]]), αόρ. βʹ <i>ἔπτᾰρον</i>· [[φταρνίζομαι]], <i>μέγ' ἔπτᾰρε</i>, φταρνίστηκε [[δυνατά]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· <i>«Ζεῦσῶσον»</i>, <i>ἐὰν πτάρῃ</i>, [[καθώς]] λέμε εμείς «με τις υγείες [[σου]]», σε Ανθ.· λέγεται για [[καντήλι]], [[τρεμοσβήνω]], στον ίδ.
|lsmtext='''πταίρω:''' (ενεστ. σε [[χρήση]] το αποθ. [[πτάρνυμαι]]), αόρ. βʹ <i>ἔπτᾰρον</i>· [[φταρνίζομαι]], <i>μέγ' ἔπτᾰρε</i>, φταρνίστηκε [[δυνατά]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· <i>«Ζεῦσῶσον»</i>, <i>ἐὰν πτάρῃ</i>, [[καθώς]] λέμε εμείς «με τις υγείες [[σου]]», σε Ανθ.· λέγεται για [[καντήλι]], [[τρεμοσβήνω]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πταίρω:''' (fut. [[πταρῶ|πτᾰρῶ]], aor. 1 ἔπτᾱρα, aor. 2 [[ἔπταρον]])<br /><b class="num">1)</b> чихать Her., Plat., Anth.: μέγ ἔπταρε Hom. он громко чихнул (что считалось благим предзнаменованием или подтверждением);<br /><b class="num">2)</b> (о светильнике) с треском вспыхивать, трещать Anth.
}}
}}