Anonymous

πταίρω: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πτείρω]] ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[πτάρνυμαι]].
|mltxt=και [[πτείρω]] ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[πτάρνυμαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πταίρω:''' (ενεστ. σε [[χρήση]] το αποθ. [[πτάρνυμαι]]), αόρ. βʹ <i>ἔπτᾰρον</i>· [[φταρνίζομαι]], <i>μέγ' ἔπτᾰρε</i>, φταρνίστηκε [[δυνατά]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· <i>«Ζεῦσῶσον»</i>, <i>ἐὰν πτάρῃ</i>, [[καθώς]] λέμε εμείς «με τις υγείες [[σου]]», σε Ανθ.· λέγεται για [[καντήλι]], [[τρεμοσβήνω]], στον ίδ.
}}
}}