πύρινος: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πύρῐνος:''' [ῠ], -η, -ον ([[πῦρ]]), αυτός που προέρχεται από τη [[φωτιά]], [[πυρώδης]], [[καυτός]], σε Ανθ.<br /><b class="num">• πύρῐνος:</b> [ῡ], -η, -ον (πῡρός), αυτός που προέρχεται από [[σιτάρι]], [[σιταρένιος]], σε Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''πύρῐνος:''' [ῠ], -η, -ον ([[πῦρ]]), αυτός που προέρχεται από τη [[φωτιά]], [[πυρώδης]], [[καυτός]], σε Ανθ.<br /><b class="num">• πύρῐνος:</b> [ῡ], -η, -ον (πῡρός), αυτός που προέρχεται από [[σιτάρι]], [[σιταρένιος]], σε Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''πύρῐνος:''' (ῠ) [[πῦρ]]<br /><b class="num">1)</b> огненный (ἄστρα Arst.; [[σῶμα]] Plut.; θώρακες NT);<br /><b class="num">2)</b> горячий: πύριναι νύμφαι Anth. горячие источники.<br />(ῡ) [[πυρός]] II] пшеничный ([[στάχυς]] Eur.; ἄρτοι Xen.; [[πτισάνη]] Arst.).
}}
}}