3,274,216
edits
(6) |
(4) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πύρῐνος:''' [ῠ], -η, -ον ([[πῦρ]]), αυτός που προέρχεται από τη [[φωτιά]], [[πυρώδης]], [[καυτός]], σε Ανθ.<br /><b class="num">• πύρῐνος:</b> [ῡ], -η, -ον (πῡρός), αυτός που προέρχεται από [[σιτάρι]], [[σιταρένιος]], σε Ξεν. κ.λπ. | |lsmtext='''πύρῐνος:''' [ῠ], -η, -ον ([[πῦρ]]), αυτός που προέρχεται από τη [[φωτιά]], [[πυρώδης]], [[καυτός]], σε Ανθ.<br /><b class="num">• πύρῐνος:</b> [ῡ], -η, -ον (πῡρός), αυτός που προέρχεται από [[σιτάρι]], [[σιταρένιος]], σε Ξεν. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πύρῐνος:''' (ῠ) [[πῦρ]]<br /><b class="num">1)</b> огненный (ἄστρα Arst.; [[σῶμα]] Plut.; θώρακες NT);<br /><b class="num">2)</b> горячий: πύριναι νύμφαι Anth. горячие источники.<br />(ῡ) [[πυρός]] II] пшеничный ([[στάχυς]] Eur.; ἄρτοι Xen.; [[πτισάνη]] Arst.). | |||
}} | }} |