ῥιγέω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥῑγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐρρίγησα</i>, Επικ. <i>ῥίγησα</i>· παρακ. (με ενεστ. [[σημασία]]) <i>ἔρρῑγα</i>, Δωρ. γʹ πληθ. <i>ἐρρίγαντι</i>, Επικ. γʹ ενικ. υποτ. <i>ἐρρίγῃσι</i>· Επικ. δοτ. μτχ. <i>ἐρρίγοντι</i> (αντί <i>ἐρριγότι</i>)· υπερσ. <i>ἐρρίγειν</i> ([[ῥῖγος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρέμω]] ή [[ανατριχιάζω]] από το [[κρύο]], [[τουρτουρίζω]], [[κρυώνω]]· μεταφ., [[τρέμω]], [[ριγώ]], [[ανατριχιάζω]] από φόβο ή τρόμο, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· με απαρ., [[τρέμω]] να κάνω [[κάτι]], [[αποφεύγω]] να κάνω [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, συντάσσεται με δευτερεύουσα [[πρόταση]] που έπεται, <i>θυμὸς ἐρρίγει μή..</i>., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> ψυχραίνομαι, [[παγώνω]] ή [[υποχωρώ]], πέφτει η [[προθυμία]] μου, σε Πίνδ.<br /><b class="num">3.</b> είμαι [[έντρομος]] από φόβο, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[τρέμω]], [[φοβάμαι]] οτιδήποτε, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ῥῑγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐρρίγησα</i>, Επικ. <i>ῥίγησα</i>· παρακ. (με ενεστ. [[σημασία]]) <i>ἔρρῑγα</i>, Δωρ. γʹ πληθ. <i>ἐρρίγαντι</i>, Επικ. γʹ ενικ. υποτ. <i>ἐρρίγῃσι</i>· Επικ. δοτ. μτχ. <i>ἐρρίγοντι</i> (αντί <i>ἐρριγότι</i>)· υπερσ. <i>ἐρρίγειν</i> ([[ῥῖγος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρέμω]] ή [[ανατριχιάζω]] από το [[κρύο]], [[τουρτουρίζω]], [[κρυώνω]]· μεταφ., [[τρέμω]], [[ριγώ]], [[ανατριχιάζω]] από φόβο ή τρόμο, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· με απαρ., [[τρέμω]] να κάνω [[κάτι]], [[αποφεύγω]] να κάνω [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, συντάσσεται με δευτερεύουσα [[πρόταση]] που έπεται, <i>θυμὸς ἐρρίγει μή..</i>., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> ψυχραίνομαι, [[παγώνω]] ή [[υποχωρώ]], πέφτει η [[προθυμία]] μου, σε Πίνδ.<br /><b class="num">3.</b> είμαι [[έντρομος]] από φόβο, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[τρέμω]], [[φοβάμαι]] οτιδήποτε, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥῑγέω:''' (aor. [[ἐρρίγησα]] - эп. ῥίγησα, pf. 2 в знач. praes. [[ἔρριγα|ἔρρῑγα]], эп. ppf. ἐρρίγειν)<br /><b class="num">1)</b> досл. застывать, леденеть, перен. цепенеть от ужаса, пугаться: ῥ. τι Hom. страшиться чего-л.; ἔρριγ᾽ ἀντιβολῆσαι Hom. он побоялся встретиться (с Гектором в бою);<br /><b class="num">2)</b> оставаться холодным, равнодушным Pind.
}}
}}