3,274,216
edits
(6) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκευωρέομαι:''' αόρ. αʹ <i>ἐσκευωρησάμην</i>, παρακ. <i>ἐσκευώρημαι</i>· αποθ. ([[σκευωρός]],·<br /><b class="num">I.</b> [[προσέχω]] ή [[επιθεωρώ]] τις αποσκευές (τὰ [[σκεύη]])· απ' όπου, γενικά, [[παρατηρώ]] προσεκτικά ή [[υφαρπάζω]], [[λαφυραγωγώ]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]], [[κατασκευάζω]], σε Δημ.· με μια [[υπόνοια]] απάτης ή δολοπλοκίας, στον ίδ.· απόλ., [[ενεργώ]] με δόλο, [[σκευωρώ]], [[ραδιουργώ]], στον ίδ. | |lsmtext='''σκευωρέομαι:''' αόρ. αʹ <i>ἐσκευωρησάμην</i>, παρακ. <i>ἐσκευώρημαι</i>· αποθ. ([[σκευωρός]],·<br /><b class="num">I.</b> [[προσέχω]] ή [[επιθεωρώ]] τις αποσκευές (τὰ [[σκεύη]])· απ' όπου, γενικά, [[παρατηρώ]] προσεκτικά ή [[υφαρπάζω]], [[λαφυραγωγώ]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]], [[κατασκευάζω]], σε Δημ.· με μια [[υπόνοια]] απάτης ή δολοπλοκίας, στον ίδ.· απόλ., [[ενεργώ]] με δόλο, [[σκευωρώ]], [[ραδιουργώ]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκευωρέομαι:''' <b class="num">1)</b> тщательно осматривать, обследовать, обыскивать (τὴν χώραν Plut.; περὶ τὰ πλοῖα Dem.);<br /><b class="num">2)</b> хитро устраивать, подстраивать, затевать: τὰ ἐν Πελοποννήσῳ σ. Dem. хитро действовать в Пелопоннесе;<br /><b class="num">3)</b> присваивать: σ. τινος διαλόγους τινός Diog. L. приписывать кому-л. чьи-л. диалоги. | |||
}} | }} |