Anonymous

σκευωρέομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκευωρέομαι:''' αόρ. αʹ <i>ἐσκευωρησάμην</i>, παρακ. <i>ἐσκευώρημαι</i>· αποθ. ([[σκευωρός]],·<br /><b class="num">I.</b> [[προσέχω]] ή [[επιθεωρώ]] τις αποσκευές (τὰ [[σκεύη]])· απ' όπου, γενικά, [[παρατηρώ]] προσεκτικά ή [[υφαρπάζω]], [[λαφυραγωγώ]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]], [[κατασκευάζω]], σε Δημ.· με μια [[υπόνοια]] απάτης ή δολοπλοκίας, στον ίδ.· απόλ., [[ενεργώ]] με δόλο, [[σκευωρώ]], [[ραδιουργώ]], στον ίδ.
|lsmtext='''σκευωρέομαι:''' αόρ. αʹ <i>ἐσκευωρησάμην</i>, παρακ. <i>ἐσκευώρημαι</i>· αποθ. ([[σκευωρός]],·<br /><b class="num">I.</b> [[προσέχω]] ή [[επιθεωρώ]] τις αποσκευές (τὰ [[σκεύη]])· απ' όπου, γενικά, [[παρατηρώ]] προσεκτικά ή [[υφαρπάζω]], [[λαφυραγωγώ]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]], [[κατασκευάζω]], σε Δημ.· με μια [[υπόνοια]] απάτης ή δολοπλοκίας, στον ίδ.· απόλ., [[ενεργώ]] με δόλο, [[σκευωρώ]], [[ραδιουργώ]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκευωρέομαι:''' <b class="num">1)</b> тщательно осматривать, обследовать, обыскивать (τὴν χώραν Plut.; περὶ τὰ πλοῖα Dem.);<br /><b class="num">2)</b> хитро устраивать, подстраивать, затевать: τὰ ἐν Πελοποννήσῳ σ. Dem. хитро действовать в Пелопоннесе;<br /><b class="num">3)</b> присваивать: σ. τινος διαλόγους τινός Diog. L. приписывать кому-л. чьи-л. диалоги.
}}
}}