3,274,498
edits
(6) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σπεῖρα:''' ἡ, Λατ. [[spira]],<br /><b class="num">I. 1.</b> οτιδήποτε έχει συστραφεί ελικοειδώς ή περιτυλιχθεί· στον πληθ., οι έλικες, το κουλούριασμα, το [[τύλιγμα]] του φιδιού, σε Ευρ.· επίσης, <i>σπείραις δικτυοκλώστοις</i>, με τους ελιγμούς του διχτιού, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>σπεῖραι βόειαι</i>, ιμάντες ή λωρίδες από [[δέρμα]] βοδιού που τυλίγονταν γύρω από τη [[γροθιά]] του πυγμάχου, Λατ. [[caestus]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> ένοπλο [[σώμα]] [[ανδρών]], το Ρωμαϊκό [[manipulus]], [[δύο]] εκαντονταρχίες, ρωμαϊκή [[σπείρα]], σε Πολύβ.· επίσης, κοόρτη, το δέκατο της ρωμαϊκής λεγεώνας, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''σπεῖρα:''' ἡ, Λατ. [[spira]],<br /><b class="num">I. 1.</b> οτιδήποτε έχει συστραφεί ελικοειδώς ή περιτυλιχθεί· στον πληθ., οι έλικες, το κουλούριασμα, το [[τύλιγμα]] του φιδιού, σε Ευρ.· επίσης, <i>σπείραις δικτυοκλώστοις</i>, με τους ελιγμούς του διχτιού, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>σπεῖραι βόειαι</i>, ιμάντες ή λωρίδες από [[δέρμα]] βοδιού που τυλίγονταν γύρω από τη [[γροθιά]] του πυγμάχου, Λατ. [[caestus]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> ένοπλο [[σώμα]] [[ανδρών]], το Ρωμαϊκό [[manipulus]], [[δύο]] εκαντονταρχίες, ρωμαϊκή [[σπείρα]], σε Πολύβ.· επίσης, κοόρτη, το δέκατο της ρωμαϊκής λεγεώνας, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σπεῖρα:''' иногда [[σπείρα]], ион. [[σπείρη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> извив, изгиб, извилина: σπείρασοιν εἱλίσσειν Eur. извиваться, клубиться; σπεῖραι [[δικτυόκλωστοι]] Soph. густосплетенные сети;<br /><b class="num">2)</b> pl. свитые канаты, снасти (σπεῖραι καὶ ἄγκυραι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> pl. (лат. [[caestus]]) цест (ремни, которыми обматывались кулаки кулачных бойцов, род боксерских перчаток) (βόειαι σπεῖραι Theocr.);<br /><b class="num">4)</b> у римлян (лат. [[manipulus]]) манипул (третья часть когорты): κατὰ σπείρας Polyb. по манипулам;<br /><b class="num">5)</b> реже (лат. [[cohors]]) когорта: σ. [[στρατηγίς]] Plut. (лат. [[cohors]] [[praetoria]]) преторская когорта (личная охрана командующего). | |||
}} | }} |