στόνυξ: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στόνυξ:''' -ῠχος, ὁ, [[κάθε]] αιχμηρό [[άκρο]], όπως αυτό του βράχου, [[κόψη]], σε Ευρ.· [[σουγιάς]], [[σουβλί]], σε Ανθ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''στόνυξ:''' -ῠχος, ὁ, [[κάθε]] αιχμηρό [[άκρο]], όπως αυτό του βράχου, [[κόψη]], σε Ευρ.· [[σουγιάς]], [[σουβλί]], σε Ανθ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''στόνυξ:''' ῠχος ὁ<br /><b class="num">1)</b> острый край, острие (πετραίου λίθου Eur.);<br /><b class="num">2)</b> pl. ножницы (στόνυχες συλόνυχες Anth.).
}}
}}